Πόσο καιρό αντέχουν τα ένθετα και τα επένθετα;

διάρκεια ένθετα - επένθετα

Πόσο καιρό αντέχουν τα ένθετα και τα επένθετα;

Οι οδοντιατρικές αποκαταστάσεις τοποθετούνται προκειμένου να επιδιορθώσουν μία μικρή ή μεγάλη βλάβη των οδοντικών ιστών. Είτε πρόκειται για ένα απλό σφράγισμα, για ένα ένθετο, επένθετο ή για μία στεφάνη (θήκη), κάθε οδοντιατρική εργασία μπορεί να επιβιώσει στο στοματικό περιβάλλον συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Εάν ωστόσο συνυπάρχουν κακοτεχνίες ή πλημμελής στοματική υγιεινή, το χρονικό διάστημα αυτό μικραίνει.

Γιατί όμως να αντικαταστήσω ένα ένθετο ή επένθετο; Διότι πολύ απλά, τα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένα και οι κονίες με τις οποίες συγκολλώνται δεν μπορούν να αντέξουν περισσότερο, αλλά ούτε και να προστατέψουν τις εναπομένουσες οδοντικές δομές, και αυτό είναι τεκμηριωμένο από πολλές δημοσιευμένες μελέτες παγκοσμίως. Έτσι, δημιουργούνται μικρές βλάβες, συνήθως στα όρια των αποκαταστάσεων, οι οποίες με το χρόνο εξελίσσονται σε μεγαλύτερες, και ενδέχεται να προκαλέσουν πόνο αλλά και να επηρεάσουν τα διπλανά δόντια. Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες αποκαταστάσεις, τα ένθετα-επένθετα είναι ανθεκτικότερα από τα κοινά σφραγίσματα, και δεν δημιουργούν «ύπουλες» βλάβες όπως γίνεται με τις στεφάνες.

Πότε χρειάζεται αντικατάσταση ένα ένθετο ή επένθετο;

Ένα ένθετο κατασκευασμένο από ρητίνη αντέχει περίπου 8-12 χρόνια ενώ η αντίστοιχη αποκατάσταση από πορσελάνη 15-20 χρόνια. Ανάλογα με την έκτασή του, η χρονική διάρκεια μειώνεται, δηλαδή τα ένθετα που αποτελούν πιο συντηρητικές κατασκευές αντέχουν περισσότερο από τα επένθετα. Στις παρακάτω περιπτώσεις ωστόσο, τα ένθετα και τα επένθετα θα πρέπει να αντικαθίστανται:

1. Σπάσιμο ενθέτου-επενθέτου

2. Αποκόλληση ενθέτου-επενθέτου

3. Χρωματισμός των ορίων

4. Αδυναμία χρήσης οδοντικού νήματος – σκίσιμο νήματος

5. Συλλογή υπολειμμάτων τροφών στα μεσοδόντια

6. Πόνος του δοντιού ή γειτονικών δοντιών

7. Αποτριβή της επιφάνειας

8. Διαφορά χρώματος με το δόντι

Όταν διαπιστώνεται αποκόλληση του ενθέτου-επενθέτου, ενδέχεται να γίνει επανασυγκόλλησή του, εφόσον ελεγχεί για την ακεραιτότητά του και για τη δυνατότητα να προστατεύει το εναπομένον δόντι. Σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη αντικατάστασης του ενθέτου ή επενθέτου κρίνεται εξατομικευμένα, και διαπιστώνεται μετά από κλινική εξέταση και ακτινογραφικό έλεγχο.

Share: