ΕΞΑΓΩΓΗ ΔΟΝΤΙΟΥ

ΠΟΤΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ

Αφαίρεση του δοντιού σε περιπτώσεις μεγάλης καταστροφής

Η εξαγωγή ας είναι η τελευταία λύση…

Όσο πιο νωρίς αντιμετωπιστεί μια οδοντική βλάβη, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να θεραπευτεί συντηρητικά.

εξαγωγή δοντιού

Πρόκεται για αφαίρεση του δοντιού σε περιπτώσεις μεγάλης καταστροφής του, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί με κανέναν από τους υπόλοιπους συντηρητικούς τρόπους. Χρόνιες περιακρορριζικές φλεγμονές, τερηδόνα που εκτείνεται σε μεγάλο βάθος μέσα στα ούλα ή στη ρίζα του δοντιού, ή συνδιαστική περιοδοντική / ενδοδοντική φλεγμονή, δηλαδή ταυτόχρονα από τα ούλα και τον πολφό του δοντιού, συχνά οδηγούν σε ανάγκη εξαγωγής του δοντιού.

Άλλες περιπτώσεις αφορούν σε εξαγωγή φρονιμήτη όταν παρουσιάζονται έντονα συμπτώματα ή όταν ανιχνευθεί ακτινογραφικά αλλοίωση ή αδυναμία ανατολής τους, σε  κατάγματα δοντιών πέραν πάσης επιδιόρθωσης όπως π.χ. σε οπίσθιο δόντι με μεγάλο μαύρο σφράγισμα με κάταγμα που εκτείνεται εώς τη ρίζα, σε περιπτώσεις τραύματος προσθίων δοντιών με επιπλοκή της ρίζας τους, σε περιπτώσεις που επιβάλλονται από την ορθοδοντική θεραπεία για την εύρεση του απαιτούμενου χώρου προκειμένου να διευθετηθούν τα υπόλοιπα δόντια, σε υπεράριθμα δόντια,  σε έγκλειστα δόντια, σε νεογιλά δόντια που έχουν παραμείνει στον οδοντικό φραγμό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το φυσιολογικό αλλά και στην περίπτωση που επιβάλλεται από το σχέδιο θεραπείας για αισθητικούς λόγους.

Η εξαγωγή γίνεται πάντοτε με τοπική αναισθησία, γεγονός που την καθιστά απόλυτα ανώδυνη. Ράμματα τοποθετούνται συνήθως μετά από χειρουργικές εξαγωγές, για την υποβοήθηση της επούλωσης και την αποφυγή της μόλυνσης της περιοχής. Αναλόγως με την έκταση της επέμβασης, δίνεται η κατάληλη φαρμακευτική θεραπεία μετεπεμβατικά, αλλά και οδηγίες για καλύτερη επούλωση και αποφυγή του οιδήματος.

Το κενό που καταλείπεται αντικαθίσταται μετά την επούλωση της περιοχής για λόγους πρωτίστως λειτουργικούς (εξυπηρέτηση μάσησης, ομιλίας, στήριξης στοματογναθικού συστήματος, διατήρησης σταθερής κατακόρυφης διάστασης γνάθων) και αισθητικούς, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πρόσθια δόντια.

Η καθυστέρηση στην αποκατάσταση του κενού, ή η μη αποκατάστασή του επιφέρει σταδιακές μετακινήσεις των υπολοίπων δοντιών στον κενό διαθέσιμο χώρο, με αποτέλεσμα να χάνεται η ισορροπία των οδοντικών επαφών αλλά και να δημιουργούνται συνθήκες κατακράτησης πλάκας λόγω κλίσης ή στροφής των δοντιών, που κατ’ επέκταση οδηγεί σε αυξημένες πιθανότητες περιοδοντικής νόσου, αλλά και τερηδονισμού των δοντιών.

Η αποκατάσταση του κενού μπορεί να γίνει με την τοποθέτηση μεταλλοκεραμικής γέφυρας, γεφυρώματος με ίνες υαλονημάτων ως οικονομικότερη επιλογή, εμφυτεύματος για άριστη πρόγνωση και μέγιστη διάρκεια ζωής, αλλά και με κινητή οδοντοστοιχία όταν πρόκειται για εξαγωγές περισσοτέρων δοντιών και μεγαλύτερα κενά.